- κρουματοποιός
- κρουμ-ατοποιός, ὁ,A musician, Machoap. Ath.8.337c, Aristodem.8; composer of instrumental music, Phld. Mus.pp.95,99 K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρουματοποιός — κρουματοποιός, ὁ (Α) μουσικός ή μουσικοσυνθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροῦμα + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κρουματοποιός — musician masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουματοποιοῦ — κρουματοποιός musician masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουματοποιούς — κρουματοποιός musician masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουματοποιόν — κρουματοποιός musician masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)